- προσεστείλαμεν
- πρός , εἰσ-τέλλωaccomplishaor ind act 1st pl (homeric ionic)πρόσ-στέλλωmake readyaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσστέλλω — ΜΑ (η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, η, ον α) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.) (αρχ) 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες… … Dictionary of Greek